Η υπόθεση μοιάζει λογική, αποδεικνύεται όμως απίθανη, αν λάβουμε υπ' όψη ότι:
- Τα κείμενα της ΚΔ κυκλοφορούν αρχικά και στις περιοχές που διαδραμτίστηκαν τα γεγονότα που ιστορούν και έχουν μεγάλη χρονική εγγύτητα με αυτά.. Γράφονται κατά το 2ο μισό του πρώτου αιώνα(50-100). Η ανακάλυψη κάποιων παπύρων αποδεικνύει ότι το κατά Μάτθον ευαγγέλιο γράφτηκε ακόμα νωρίτερα, 17 χρόνια με την Ανάσταση του Κυρίου.
- Οι αναγνώστες του ήταν σίγουρα και άνθρωποι που άκουσαν τη διδασκαλία Του και είδαν τα θαυματά του, άρα είχαν προσωπική αντίληψη γι' αυτά. Θα διέκριναν επομένως και την ελάχιστη παραποίηση της αλήθειας με συνέπεια να δυσποστήσουν σ' όλες τις υπόλοιπες αγιογραφικές μαρτυρίες , στο θεσμό της εκκλησίας και φυσικά από το πρόσωπο του Αρχηγού μας.
- Τα 25 από από τα 27 βιβλία της ΚΔ είναι έργα συγγραφέων που γνωρισαν προσωπικά τον Κύριο.Τον πίστεψαν βαθιά., Τον αγάπησαν δυνατά και Τον ομολόγησαν ενώπιων των εχθρών του, υπογράφωντας οι περισσότεροι την ομολογία τους με το αίμα τους. Θα το έκαναν αν δεν ήταν απόλυτα βέβαια για την αλήθεια που μαρτρούσαν; Ποιος πεθαίνει για κάτι που ξέρει ότι είναι ψέμα;
- Aρκετά από τα στοιχεία που μας δίνουν για την δράση του Κυρίου επιβεβαιώνονται από εξωχριστιανικές μαρτυρίες, συγχρόνων Του Ιουδαίων και εθνικών ιστορικών
- Η ειλικρίνεια των συγγραφέων διαφαίνεται και στο ότι δε παραλείπουν να γράψουν για τις αδυναμίες τους, όπως και για τους ελέγχους, που κάποτε δεχόταν από το Διδασκαλό τους.Επίσης τα γεγονότα της Ιερής Ιστορίας δεν τα αναφέρουν όλοι κατά τρόπο πανομοιότυπο , αλλά ό,τι ο καθένας θεωρούσε σημαντικότερο. Αυτό το στοιχεία όπως και οι μικροδιαφορές σε λεππτομεριακά στοιχεία της διηγησεώς τους , ότι γράφουν μεταξύ τους χωρίς καμία προηγούμενη συννενόηση για παραποίση των στοιχείων.
- Μεταξύ 2ου & 4ου αιώνα συγγράφονται και κυκλοφορούν κείμενα που συμπληρώνουν κενά των ευαγγελικών διηγήσεων με πληροφορίες ανακριβείς ή και ψευδείς. Οι συγγραφείς τους αιρετικοί κατά κανόνα, για να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των αναγνωστ'ων χρησιμοποιούν το όνομα κάποιου μαθητή του Κυρίου.Έτσι προέκυψαν από τα λεγόμενα τα απόκρυφα ή ψευδεπίγραφα Ευαγγέλια. Η Εκκλησία τα απέκλεισε από τις πηγές της διδασκαλίας της, διότι φυσικά δεν ήθελε να στηριχθεί σε ψευδείς μαρτυρίες