Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2009

Αποκριες

Οι αποκριες ησαν ενα αρχαιο Ελληνικο Εθιμο που ευτυχως αναβιωνει
Διαβαστε το εξαιρετικο αρθρο στο http://ellas.pblogs.gr/2008/00/181173.html

ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΑ ΚΑΙ ΟΡΦΙΚΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ

Το πρόβλημα που καλείται να λύσει ο μελετητής στην ανίχνευση των Διονυσιακών και Ορφικών μυστηρίων, εκτός των ελάχιστων και πολλές φορές αντιφατικών πληροφοριών, είναι αφενός ποια η σχέση του Ορφέα με τον Διόνυσο, και αφετέρου η ανακάλυψη του -ποιος προηγείται ποίου -.
Ο Διόνυσος είναι ο «νεώτερος» θεός που εντάχθηκε στο αρχαιοελληνικό πάνθεον, ο οποίος όμως επέδρασε καταλυτικά μετά τον 6ο αιώνα, τόσο στην θρησκεία όσο και στην τέχνη, το θέατρο και την ποίηση. Σύμφωνα με την μυθολογία ο Διόνυσος ήταν υιός Θεού -του Δία- και μίας θνητής της Σεμέλης, την οποία γονιμοποίησε ο Δίας, με τη μορφή χρυσής βροχής.
Η Ήρα από ζήλια έπεισε την Σεμέλη όταν ήταν σε εν - Δια- φέρουσα, να ζητήσει από τον Δία να εμφανιστεί μπροστά της με την Θεϊκή μορφή του. Η Σεμέλη δεν άντεξε την θέα του Θεού και πέθανε. Ο Δίας για να σώσει το βρέφος Διόνυσο, τον μεγαλώνει στον μηρό του, από όπου βγήκε όταν ήρθε η μέρα να γεννηθεί. Έτσι ο Διόνυσος λέγεται ότι έχει διπλή γέννηση.
Στην Ορφική εκδοχή του μύθου ο Διόνυσος Ζαγρέας γιος του Δία και της Περσεφόνης, ως βρέφος κατασπαράσσεται από τους Τιτάνες μετά από προτροπή της Ήρας. Η Αθηνά σώνει την καρδία του Διόνυσου την οποία παρέδωσε στον Δία, ο οποίος στην συνέχεια γεννά επίσης για δεύτερη φορά τον Διόνυσο.
Ο Δίας όμως εξοργισμένος από την πράξη των Τιτάνων τους κατακεραύνωνει, και από τη στάχτη τους, προσθέτοντας λίγο νερό, έφτιαξε την ανθρώπινη φυλή.
Επειδή όμως οι Τιτάνες είχαν φάει τον Διόνυσο πέρασε μέσα τους το Θεϊκό στοιχείο, και από αυτούς σε εμάς. Έτσι είχαν πλέον μέσα τους Θεϊκή φύση αλλά και ένα βαρύ αμάρτημα.
Συνεπώς σε επίπεδο συμβολισμού, ο άνθρωπος οφείλει να νικήσει το «τιτανικό» στοιχείο, και να ενωθεί με το Θεό-Διόνυσο, ενισχύοντας το ενυπάρχον σε αυτόν Θεϊκό στοιχείο του Διόνυσου Ζαγρέα».
Και στις δύο εκδοχές του μύθου λοιπόν, έχουμε έναν Θεό που «πεθαίνει» και «αναγεννάτε». Συνεπώς έχουμε για πρώτη φορά στον Ελληνικό χώρο την εμφάνιση ενός Θεού που, υπόκειται σε φθορά, θάνατο και επαναγγένηση, κάτι που πριν θεωρούνταν αδιανόητο.
Ο «Θεϊκός θάνατος» και η «αναγέννηση», συμβολίζει τις περιοδικές λειτουργίες την Φύσης, τις καταστροφές τις εναλλαγές ζωής και θανάτου της. Συμβολισμοί που θα είναι εφεξής κοινό μοτίβο τόσο στα Μικρά, όσο και στα Μεγάλα Διονύσια και Ελευσίνια Μυστήρια, είτε με το μύθο του Διονύσου, είτε με εκείνο της Περσεφόνης και της αναζητούσας, ως Δηώ, Δήμητρας.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο οι Πελασγοί άκουσαν για τον Διόνυσο πολύ αργότερα από τα ονόματα των άλλων Θεών.
Ο Παυσανίας αναφέρει τον Πήγασο, ιερέα του Διόνυσου από την Βοιωτία, ο οποίος πήγε στην Αθήνα το άγαλμα του Θεού θέλοντας να εισαγάγει την λατρεία του. Οι Αθηναίοι όμως δεν τον δέχθηκαν μίας και ο Διόνυσος προσέβαλε τα αιδοία των Αθηναίων ανδρών με νόσο την οποία δεν μπορούσαν να θεραπεύσουν, εξαναγκάζοντάς τους να τον λατρεύσουν φτιάχνοντας φαλλούς προς την χάρη του.
Ο Ευριπίδης (Βάκχες,) παριστάνει τη διονυσιακή λατρεία σαν είδος «παγκόσμιας θρησκείας», η οποία προέρχονταν από τα βουνά της Λυδίας και της Φρυγίας, σύμφωνα όμως με τους περισσότερους σύγχρονους μελετητές ο Διόνυσος είναι θρακικής προέλευσης.
Σταδιακά ο Διόνυσος από Θεός του τρύγου και του οίνου, θα μεταβληθεί σε Θεό των γυναικών, η λατρεία των οποίων ήταν «οργιαστική».
Ταυτόχρονα από Θεός της ευθυμίας γίνεται ο «πάσχων Θεός» στον οποίο ήταν αφιερωμένοι οι 3 μήνες του χειμώνα, κατά τους οποίους κατέβαινε στον κάτω κόσμο. Στην συνέχεια έρχονταν ξανά στην ζωή την άνοιξη (όσον καιρό δηλαδή ο αδελφός του Απόλλωνας ο κύριος του δελφικού χώρου, έλειπε στους Υπερβόρειους). Τους μήνες αυτούς αντί για τον παιάνα του Απόλλωνα αντηχούσε στους Δελφούς ο διθύραμβος, το λατρευτικό τραγούδι του Διονύσου. Τότε και οι Βάκχες των Δελφών ανέβαιναν στον Παρνασσό για να χαιρετήσουν την «ανάσταση του».
Έτσι στην κλασσική εποχή ο Διόνυσος δεν είναι πια μόνον ο Θεός του κρασιού. Ο Πλούταρχος το επιβεβαιώνει με ένα χωρίο του Πινδάρου, όπου ο Διόνυσος αναφέρεται ως δενδρίτης ή εν - δενδρος, ως η δύναμη δηλ που ενυπάρχει στο δέντρο, ανθιος - ο φορέας της άνθησης, κάρπιος - ο φορέας των καρπών, φλεύς ή φλέως - η πλησμονή της ζωής.
Περιοχή του είναι, όπως λέει ο Πλούταρχος, ολόκληρη η υγρή φύση όχι μόνο η ρευστή φωτιά του σταφυλιού, αλλά και ο χυμός που ανεβαίνει στο νέο δέντρο, το αίμα που χτυπάει στις φλέβες του νεαρού ζώου, όλα τα μυστηριώδη και ανεξέλεγκτα ρεύματα, η πλημμυρίδα και η άμπωτη μέσα στη ζωή της φύσης.
Οι γιορτές του Διονύσου ήταν και η αρχή του θεάτρου, του σατυρικού δράματος, της κωμωδίας και της τραγωδίας. Οι ιερές τελετές του Διονύσου γιορτάζονται κάθε δυο χρόνια στις αρχές του Δεκέμβρη στον Παρνασσό, και σε αυτά έπαιρναν μέρος μόνο οι γυναίκες Μαινάδες ή Βάκχες, οργανωμένες σε θιάσους.
Οι Μαινάδες ή Θυϊάδες γνωστές και ως Βάκχες αποτελούσαν τις ιέρειες του Διονύσου, οι οποίες ήταν γυναίκες αφιερωμένες στο Θεό Διόνυσο, και αποτελούσαν το ιερατείο της διονυσιακής λατρείας. Ο Ορφέας αργότερα τις απέκλεισε από τα αναμορφωμένα μυστήρια του και αυτές εκδικούμενες, σύμφωνα με τον μύθο, τον φόνευσαν.
Οι Βάκχες πριν την τέλεση των διονυσιακών τελετουργιών υποβάλλονταν σε διάφορα τελετουργικά καθαρότητας, που περιελάμβαναν νηστεία, αλλά και σεξουαλική αποχή. Κατά την διάρκεια των τελετουργιών οι Βάκχες «βάκχευαν» έπεφταν δηλ σε «θρησκευτική μανία» δια μέσω των τελετουργικών χορών, τραγουδιών, και κραυγών υπό των ήχο κυμβάλων. Οι Βάκχες δρούσαν αλλόφρονες σε κατάσταση καταληψίας υπό την επήρεια του πνεύματος που τις είχε καταλάβει. Εδώ ανιχνεύεται και ο Διονυσιακός μυστικισμός, σύμφωνα με τον οποίο ο Διόνυσος ενωνόταν με τις ψυχές των μυημένων μέσω της τελετουργικής « έκστασης».
Οι Βάκχες κρατούσαν στο ένα χέρι αναμμένο πυρσό και στο άλλο την μακριά ράβδο τους, τον Θύρσο, στολισμένο στην κορυφή με κισσό, ενώ κάποιες κρατούσαν στα χέρια και φίδια, ίσως κατάλοιπο των Κρητικών μυστηρίων. Φορούσαν επίσης την «νεβρίδα»που ήταν το ζώο που καταβροχθίζονταν κατά την διάρκεια της Ωμοφαγίας (συνήθως ταύρου).
Ο Ευριπίδης χωρίζει σε δύο στάδια την Ωμοφαγία. Οι Μαινάδες πρώτα ξέσχιζαν το θύμα, ενώ ευρίσκετο ακόμη εν ζωή πολλές φορές, και κατόπιν έτρωγαν το κρέας του ωμό, όπως συνέβαινε και στον μύθο του Διονύσου-Ζαγρέα.
Ο Ευριπίδης αναφέρεται φανερά αμήχανος σε αυτήν την συνήθεια, δύο φορές (Βάκχες, Κρήτες,), μιας και την προσπερνάει γρήγορα και διακριτικά. Και ο Πλούταρχος περιγράφει και αυτός ως βάρβαρο έθιμο και αυτός τον διαμελισμό και την ωμοφαγία:

«Υπάρχουν ορισμένες τελετές και θυσιαστικές τελετουργίες καθώς και άτυχες και ζοφερές ημέρες, κατά τις οποίες λαμβάνουν χώρα ωμοφαγίες και διαμελισμοί και νηστείες και στηθοχτυπήματα και επίσης επαίσχυντοι λόγοι, αναφορικά με πράγματα ιερά και μανία και κραυγές που υψώνονται με ένα δυνατό ήχο και το λαιμό να κινείται πέρα-δώθε».

Ίσως γι’ αυτό οι μέρες που ορίζονταν για την ωμοφαγία ήταν «αποφράδες» και σκυθρωπαί». Είναι πολύ πιθανό η ωμοφαγία να γινόταν σε «αναπαράσταση» της ημέρας όπου το νήπιο Διόνυσος κατασπαράχτηκε και καταβροχθίστηκε από τους Τιτάνες. Από την άλλη, πιθανότατα θεωρούσαν ότι το θύμα ενσάρκωνε τις ζωτικές δυνάμεις του ίδιου του Θεού, που με την πράξη της ωμοφαγίας μεταβιβάζονταν στους λάτρεις του. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς κατακρίνοντας τις τελετές αυτές αναφέρει:

«Οι βάκχοι τελούν όργια προς τιμήν του μαινόμενου Διόνυσου, με ωμοφαγία τηρούν την ιερή μανία και η τελετουργία τους ολοκληρώνεται με το μοίρασμα της σάρκας των σφαγιασθέντων θυμάτων, καθώς είναι στεφανωμένοι με φίδια ».







Στην Αθήνα τα μικρά Διονύσια τελούνταν τον μήνα Ποσειδεώνα (τέλη Δεκεμβρίου, αρχές Ιανουαρίου), διακρίνονταν δε στα «κατά αγρούς», και στα «κατά άστυ». Τα μεγάλα Διονύσια τελούνταν κατά τον μήνα Ανθεστηρίωνα (τέλος Φεβρουαρίου, αρχές Μαρτίου), και τον Ελαφηβίωνα (28 Μαρτίου μέχρι 2 Απριλίου).
Ο Διόνυσος θα παίξει με την πάροδο του χρόνου κεντρικό ρόλο και στα Ελευσίνια μυστήρια ως «υιός Ίακχος» , γίνεται το κύριο αντικείμενο της μυστικής λατρείας των Ορφικών, και σταδιακά αναπτύσσει σχέσεις με τις Θεές της γης, και Θεές της γονιμότητας (Ρέα, Ήρα, Δήμητρα, Αριάδνη, Περσεφόνη). Ποίος ο λόγος όμως της αναδιαμόρφωσης τόσο του Διονύσου όσο και των τελετών του;
Η απάντηση είναι ο Ορφισμός και ο δάσκαλος Ορφέας. Ο Ορφισμός κατέχει ξεχωριστή θέση στην πορεία της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας και φιλοσοφίας, καθώς εισάγει νέα μυστικιστικά στοιχεία στην θρησκεία, αλλά και την έννοια του Θεού δημιουργού. Ο Πρόκλος μας αποκαλύπτει στα σχόλια εις τον Πλατωνικό Τίμαιο:

«Πράγματι όλη η Ελληνική θρησκεία προέρχεται από την Ορφική μυσταγωγία. Πρώτα ο Πυθαγόρας εδιδάχθη από τον Αγλαόφημο τα μυστήρια των Θεών, και δεύτερος ο Πλάτων αντελήφθη την ολοκληρωμένη σχετικώς με αυτά γνώση από τα Πυθαγόρεια και Ορφικά γραπτά» .

O Ορφισμός πρεσβεύει ένα είδος πανθεϊστικού μονοθεϊσμού, μιλά για διττή ουσία του ανθρώπου, Θεία και τιτανική, θεωρεί το σώμα ως τάφο της ψυχής, δέχεται την μετεμψύχωση, εισάγει τους καθαρμούς, την νηστεία και την αποχή από το κρέας, εκεί που πριν υπήρχε η Διονυσιακή «ωμοφαγία». Ποίος όμως ήταν ο Ορφέας;
Ο Ορφέας σύμφωνα με την μυθολογία έζησε πριν τον Τρωικό πόλεμο (ο οποίος έγινε με τις πιο συντηρητικές εκτιμήσεις γύρω στο 1500 π.χ). Πατέρας του ήταν ο Οίαγρος βασιλέας της Θράκης, και μητέρα του η Μούσα Καλλιόπη. Η συμμετοχή του στην Αργοναυτική Εκστρατεία και η κατάβασή του στον Άδη με σκοπό να επαναφέρει στον πάνω Κόσμο την Ευρυδίκη, αποτελούν τα σημαντικότερα στοιχεία της μυθικής ζωής του.
Η δύναμη της μουσικής και της φωνής του ήταν τέτοια, που μπορούσε να κατευνάσει την οργή των κυμάτων, να υπερισχύσει του τραγουδιού των σειρήνων, να αδρανοποιήσει τον δράκο φύλακα του χρυσόμαλλου δέρατος, να μαγεύει τον κέρβερο έως και τον Πλούτωνα κατά την κάθοδό του στον Άδη.
Στον αντίστοιχο μύθο, ο Πλούτωνας ο βασιλιάς του Κάτω Κόσμου δέχτηκε να ελευθερώσει την αγαπημένη του Ευρυδίκη, με τον όρο εκείνη να μην μιλήσει στον Ορφέα, και εκείνος να μην την κοιτάξει έως ότου βγουν στο φως του Ήλιου. Ο Ορφέας όμως αδημονώντας να την αντικρίσει, στράφηκε λίγο πριν φτάσουν στην «έξοδο» και η σκιά της Ευρυδίκης επέστρεψε στον κόσμο των νεκρών. Ο Ορφέας περιπλανιόταν για 7 ημέρες δίχως τροφή θρηνώντας για τον δεύτερο χαμό της γυναίκας του. Από τότε έγινε αδιάφορος προς τις γυναίκες και ταπείνωνε όσες τον πλησιάζανε. Μερικοί λένε πως μη αντέχοντας τον πόνο, αυτοκτόνησε. Άλλοι λένε πως ο Διόνυσος τον τιμώρησε επειδή περιφρονούσε τα μυστήριά του και έστειλε τις Βάκχες του να διασπάσουν τα μέλη του και να τα πετάξουν μακριά. Οι Μούσες τότε μάζεψαν τα μέλη του και τα έθαψαν στα Λείβδηθρα, ενώ το κεφάλι του που το έριξαν στον Έβρο κατέληξε στη Λέσβο. Άλλοι λένε πως ο Ορφέας θανατώθηκε από τις γυναίκες της Θράκης που τον εκδικήθηκαν επειδή τις απέκλεισε από τα Μυστήριά του.
Ο Ορφέας ήταν μουσικός, «προφήτης», «δάσκαλος» που έφερε μαζί του μία νέα θρησκεία επιθυμώντας να αναμορφώσει την παλιά. Είναι η πρώτη φορά που στην Ιστορία της Ελληνικής Θρησκείας που συναντούμε τον ιδρυτή μιας Θρησκείας, ο οποίος είναι άνθρωπος αλλά συγχρόνως μυθικός ήρωας, ο οποίος πεθαίνει ως μάρτυρας της πίστης του.
Γνωρίζουμε ότι ο Ορφέας αναδιοργάνωσε και αναμόρφωσε τις τελετές του Βάκχου, σε ποιο βαθμό όμως αναδιοργάνωσε μια θρησκεία ή αναπλάστηκε ο ίδιος ποτέ δεν θα το γνωρίσουμε πλήρως.
Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν είναι ο Ορφισμός υπήρξε η εξέλιξη της Διονυσιακής λατρείας ή ο Ορφισμός χρησιμοποίησε ως «όχημα» και μετασχημάτισε την διονυσιακή λατρεία.
Το σίγουρο είναι ότι ο Ορφισμός και οι ορφικές τελετές είχαν έρθει στην Αθήνα πριν την κλασσική περίοδο. Ο ανώνυμος συγγραφέας του έργου «φιλοσοφούμενα» μας λέει ότι οι «βακχικές τελετές του Ορφέα» είχαν εδραιωθεί και δοθεί στους ανθρώπους της Φλύας στην Αττική πριν την καθιέρωση των «Ελευσίνιων τελετών μύησης».
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ο Ορφέας τροποποίησε οργάνωσε και αναδιαμόρφωσε τις βακχικές τελετές.
Σε αυτό το σημείο δεν θα μπορούσαμε να μην εντοπίσουμε τις ομοιότητες που μοιράζονται ο Διόνυσος και ο Ορφέας με τον Ιησού Χριστό, εάν και είναι γνωστές. Είναι οι « ποιμένες» και «σωτήρες» που αναμορφώνουν τις θρησκείες.
Σε όλη του η ζωή παρουσιάζεται να φέρει την τάξη και την ευπρέπεια σε ένα οργιαστικό και θορυβώδες τυπικό. Ο Ορφέας γενικά πιστεύεται ότι ήρθε από την Θράκη, αλλά ίσως και να ήρθε από τον νότο, και συγκεκριμένα από την Κρήτη. Ο Διόδωρος μάλιστα λέει ότι ο Ορφέας πήγε στην Αίγυπτο για να μάθει τις τελετές και την θεολογία του.
Το πιο πιθανό είναι να υπήρχαν πολλοί με το όνομα Ορφέας, τα ίχνη όμως του πρώτου μεγάλου διδασκάλου Ορφέα χάνονται στα βάθη της προ - ιστορίας. Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, ο Διόνυσος προηγείται του Ορφέα:

«Ο Χάροψ παππούς του Ορφέα , βοήθησε το Θεό και ο Διόνυσος σε ένδειξη ευγνωμοσύνης του δίδαξε τα όργια των τελετών του. Ο Χάροψ τα μετάδωσε στον γιο του Οίαγρο και ο Οίαγρος στον Ορφέα. Ο Ορφέας όντας εκ φύσεως χαρισματικός και περισσότερο εκπαιδευμένος από τον κάθε ένα, έκανε πολλές τροποποιήσεις στις οργιαστικές τελετές για αυτό ονομάζουν τις τελετές που προήλθαν από τον Διόνυσο Ορφικές»,

Ο Ηράκλειτος επίσης λέει για τον Ορφέα: « Ρύθμισε την θρησκεία του Διονύσου στην Θράκη στο όρος Αίμος όπου λένε ότι υπάρχουν κάποια γραπτά σε πινακίδες του».
Ο Απολλόδωρος όμως δηλώνει ότι ο Ορφέας:
«επινόησε τα μυστήρια του Διονύσου…».
Ο Κόνων την εποχή του αυτοκράτορα Αυγούστου αναφέρει:

«Κοντά στο Διόν είναι ένα χωρίο που ονομάζεται Πίμπλεια, όπου έζησε ο Ορφέας. Ο Ορφέας ήταν από την φυλή των Κικόνων, και ήταν άνθρωπος με μαγικές δυνάμεις όσον αφορά την μουσική και την μαντεία. Περιφερόταν τελώντας οργιαστικές τελετές, και αργότερα γεμάτος αυτοπεποίθηση απόκτησε πολλούς ακολούθους και μεγάλη επιρροή. Μερικοί τον δέχτηκαν οικειοθελώς άλλοι υποψιαζόμενοι ότι ετοιμάζει αναταραχές και συνομωσία του επιτέθηκαν και τον έσφαξαν».

Σύμφωνα με τον Αριστοφάνη: «Ο Ορφέας μας δίδαξε τα μυστήρια, και πώς να λείψουμε από τον φόνο και γητειές για τις αρρώστιες και μαντολογήματα». Τέλος ο Ερατοσθένης υποστηρίζει:

« Ο Ορφέας δεν τιμούσε τον Διόνυσο αλλά θεωρούσε τον Ήλιο ως μεγαλύτερο των Θεών, τον οποίο ονόμαζε επίσης Απόλλωνα. Και ξυπνώντας νωρίς το πρωί ανέβαινε στο βουνό που ονόμαζε Παγγαίο και περίμενε την ανατολή του Ήλιου για να δει την πρώτη του αχτίδα. Για τούτο ο Διόνυσος εξοργίστηκε και έστειλε εναντίον του τις Βασσαρίδες του, όπως λέει ο ποιητής Αισχύλος. Και τον κατακρεούργησαν και τον διαμέλισαν».

Έχουμε λοιπόν αντιφατικά στοιχεία. Σε κάθε περίπτωση η αρχαία παράδοση σε πολλές περιπτώσεις ήθελε τον Ορφέα «εχθρό» του Διονύσου, και θύμα των πιστών του Θεού. Αντικειμενικά υπάρχουν βασικές διαφορές μεταξύ του Ορφέα και του Διόνυσου.
Ο Ορφέας ποτέ δεν παίζει τον αυλό που επιφέρει την μανία ούτε χτυπά εκκωφαντικά τα κύμβαλα, στον αντίποδα ο Διόνυσος είναι ο Θεός της μέθης της έκστασης και του θορύβου.
Το μεγάλο βήμα του Ορφέα είναι ότι διατηρώντας την βακχική πίστη πως άνθρωπος μπορεί να φτάσει «μέθεξη», στην «θέωση» κάτι που πριν αποτελούσε ύβρη, άλλαξε την αντίληψη του τι είναι Θεός, και επεδίωξε να αποκτήσει αυτή την Θεότητα με εντελώς διαφορετικά μέσα. Για τον Ορφισμό ο Θεός κατοικεί στα βάθη του είναι μας, κρυμμένος στην ύλη και καθήκον μας είναι να τον απελευθερώσουμε από τα δεσμά των Τιτάνων.
Η «θέωση» που αναζητούσαν στο εξής δεν ήταν σωματική μέθη αλλά πνευματική έκσταση, και τα μέσα που υιοθέτησαν δεν ήταν η οινοποσία, αλλά αποχή και τελετές καθαρμού. Έως τότε αποτελούσε ύβρη ο άνθρωπος να θέλει να γίνει Θεός, ενώ οι ανθρωπινές σύμφορες από την άλλη πιστεύονταν ότι οφείλονταν στις χθόνιες δυνάμεις των νεκρών ή των ηρώων και ο εξαγνισμός γινόταν με αιματηρές θυσίες. Μερικοί υποστηρίζουν πως η σπουδαιότερη συμβολή του Διονύσου στην θρησκεία της αρχαίας Ελλάδος, ήταν η ελπίδα που έφερε για αθανασία, κάτι που οφείλετε στους Ορφικούς οι οποίοι αναμφίβολα πίστευαν στην μελλοντική ζωή.
Η επίδραση του Ορφισμού ήταν καταλυτική καθώς εισήγαγε στον Ελληνικό κόσμο το στοιχείο του μυστικισμού και του δυϊσμού ψυχής-σώματος, του πνεύματος και ύλή, όπως αποκαλύπτει και η χρυσή πλάκα του Ιππωνίου αναφερόμενη στην καταγωγή της ψυχής: «Είμαι παιδί της Γης και του Έναστρου Ουρανού»...Πριν τους Ορφικούς και σύμφωνα με την Ομηρική άποψη η ψυχή ήταν μια σκιά που εγκατέλειπε τον νεκρό τη στιγμή του θανάτου για να οδηγηθεί στο Βασίλειο του Άδη. Οι Ορφικοί υποστήριζαν ότι η ψυχή είναι αυτό που υποκινεί τον άνθρωπο, η αρχή όλων, ενώ ο σώμα η φυλακή της ψυχής, κάτι που πέρασε και στον Χριστιανισμό. Πίστευαν ότι η ψυχή είναι θεϊκή και ενσαρκώνεται λόγω ενός προγενέστερου αμαρτήματος της. Έτσι υπάρχοντας στο σώμα εκτός το ότι φυλακίζετε, λυτρώνετε κιόλας μέσα από τον κύκλο της επαναλαμβανόμενης μετενσάρκωσης. Οι Ορφικοί πρώτοι πίστεψαν πως όχι μόνο είναι δυνατή η επιστροφή του νεκρού στον επίγειο κόσμο (μετενσάρκωση), αλλά ότι μπορεί κάποιος να βγει από τον αιώνιο κύκλο των συνεχόμενων μετενσαρκώσεων. Στην Ολβία του Ε. Πόντου, ανακαλύφθηκαν οστέινες πλάκες, του 5ου π.χ αιώνα, με τις λέξεις :
ΒΙΟΣ - ΘΑΝΑΤΟΣ – ΒΙΟΣ.
Οι μυστηριακές τελετές του Ορφισμού διακρίνονταν σε δύο επίπεδα, στον εξαγνισμό και στην μύηση, και διαδραματίζονταν την νύκτα συμβολίζοντας την μετάβαση από το σκότος της άγνοιας στο φως της αλήθειας.
Δια μέσου της μύησης στα Ορφικά Μυστήρια αποκαλύπτονταν στον άνθρωπο οι αρχετυπικές αλήθειες, έχοντας ως αρωγό τον Θεό Διόνυσο πού ήταν ο λυτρωτής της ανθρώπινης ψυχής, που την οδηγούσε στην αθανασία του ουρανού.
Οι Ορφικοί συγκεντρώνονταν είτε σε οικίες, είτε σε φυσικά σπήλαια για να ψάλουν ύμνους και να γνωρίσουν την διδασκαλία του Ορφέα, υπό το φως του ιερού πυρ που δεν έσβηνε πότε. Η επίδραση του Ορφισμού επηρέασε τόσο πολύ τον Πυθαγόρα, ώστε την εποχή του Πεισιστράτου ήταν πολύ δύσκολο να ξεχωρίσουν τα γνήσια Ορφικά από τα Πυθαγόρεια μυστήρια. Ο Ορφισμός επέδρασε καταλυτικά στην Ελληνική φιλοσοφία για δυο λόγους:
Σύμφωνα με τον Ορφισμό ο Θεός κατοικεί στα βάθη του αυτού μας, κρυμμένος στην ύλη. Ο Διονυσιακός άνθρωπος μπορεί εξ ιδίων να απελευθερωθεί από τα Τιτανικά δεσμά του και να σωθεί. Η Θεϊκή προέλευση της ψυχής ενοποιεί όλους τους ανθρώπους και τους φέρνει σε απευθείας ένωση με την Θεια ουσία.
Σύμφωνα με την Ορφική θεογονία αρχικά στο Σύμπαν υπήρχε η συνεχής ροή του Χρόνου από την οποία προήλθαν οι δύο Κοσμογονικές Ουσίες: Ύδωρ και Γη, Αιθήρ και Χάος. Διάμεσο του Φάνη Έρωτα δημιουργήθηκε το Ορφικό Ωόν, από όπου προήλθε το σύμπαν. (Στους Ορφικούς Φάνης ονομάζεται ο πρώτος Διόνυσος, ο Ζαγρέυς που διαμελίστηκε από τους Τιτάνες δεύτερος Διόνυσος, ενώ ο τρίτος Διόνυσος είναι ο αναστημένος από τον Δια).
Σχετικά με το Ορφικό αυγό ο Πρόκλος γράφει (Πλάτων Τίμαιος):

«Όπως το ωόν περιελάμβανε την σπερματική αιτία του ζώου, έτσι και ο κρυφός διάκοσμος περιέχει κάθε τι το νοητό. Και όπως το ζώον έχει διαιρεμένα όσα ευρίσκοντο σαν σπέρματα στο ωόν, έτσι και ο Θεός προάγει σε εμφάνιση το άρρητον και ακατάληπτον των πρώτων αιτίων. Για τούτο ο Φάνης δοξάζεται ως θήλυς και δημιουργός».

και ο Κλήμης:

«Μέσα στην περιφέρεια του Ωού διαμορθώθηκε ένα αρρενόθηλυ ζωντανό ον, με πρόνοια του ενυπάρχοντος μέσα θεϊκού πνεύματος, το οποίο ο Ορφέας το αποκαλεί Φάνητα, διότι όταν φάνηκε, από αυτόν έλαμψε το παν, με το φέγγος του διαπρεπέστερου στοιχείου, του πυρός, εκπληρούμενο μέσα στο υγρό στοιχείο»

Το Ύδωρ ή Αιθέρας Έν, αποτελεί την πρώτη Κοσμογονική Ουσία, ή Ενεργητική Αρχή, η «Συνεχής Ουσία». Η Γη ή Χάος ή Πάσχον ή Αόριστος Δυάς ή Έτερον ή Άπειρον των Πυθαγορείων, το οποίο βρίσκεται σε κατάσταση αμορφίας, αταξίας, αρρυθμίας, συγχύσεως, ταραχής, αποτελεί την«Μεριστή Ουσία» η οποία έχει την ιδιότητα της κίνησης και της ζωής και διακόπτει το συνεχές της συνεχούς ουσίας. Το Έ ν και η Δυάς είναι οι δύο πρώτες κοσμογονικές ουσίες, οι οποίες συνιστούν όλη την δημιουργία. Από αυτές και διάμεσο της ενέργειας του Φάνη-Ερωτά που προκαλεί την επαφή και μίξη των στοιχείων αρχίζει η πορεία του κόσμου. Ο κόσμος γίνεται αντιληπτός ως Ένας που πολλαπλασιάζεται εσωτερικά με τη δημιουργία των διαφόρων μορφών ζωής. Τόσο οι Θεοί, όσο και οι άνθρωποι θεωρούνται δημιουργήματα του Κόσμου, στον οποίο μετέχουν και υπάγονται στους νόμους που διέπουν τη δομή και λειτουργία του. Οι Θεοί και οι Θεές θεωρούνται θεματοφύλακες αυτών των νόμων, χωρίς όμως να εκφεύγουν αυτών.