επειδή σφοδρώς απεχθάνομαι τον κάθε λόγο, το κάθε κήρυγμα, θ' αρχίσω αμέσως τώρα την υπονόμευση του, με μια ερώτηση χάριν του διαλόγου, καθόλου ευγενική μεν, κάπως πρακτική δε:
Πώς λέγεται η μουσική σ' όλον τον δυτικό κόσμο, πλην σπανίων εξαιρέσεων; Μιούζικ. (Χώρια που τώρα σχεδόν παγκοσμίως).
Για να υπονομευθεί δε ακόμη περισσότερο αυτός εδώ ο λόγος, θα συνεχίσουμε με ένα αφήγημα.
Τα γεγονότα συνέβησαν προ δεκαετίας στο Σιδηρόκαστρο Σερρών. (Ιβόνη Χάντ)
Μουσική - music
Μελωδία – Melody
Ρυθμός –Rhythm
Αρμονία –Harmony
Χορός – chorus
Δόνηση- dance
Πίνδαρος (10,39) «Χοροί παρθένων λυράν τε βοαί, καναχαί τα` αυλών δονέονται».
Ποιοι λοιπόν έθεσαν τα ονόματα αυτά μια και δια παντός στην οικουμένη των ανθρώπων;
Αναμφίβολα οι αρχαίοι Έλληνες.
Όμως, η αναφορά αυτή συνδέεται με ένα φρικιαστικό σύνδρομο, μια ενδημική απέχθεια.
Δηλαδή, στην χώρα της Ελλάδος την σήμερον, μεταξύ των άλλων περιέργων, αλλόκοτων, αλλά και αλλοπρόσαλλων καταστάσεων, οι οποίες πολλές φορές εγγίζουν τα όρια της σχιζοφρένειας, και οι οποίες πλανώντας απ' άκρου εις άκρον της, είναι και η αλλεργία των νεοελλήνων στο άκουσμα των λέξεων «αρχαίοι Έλληνες». Τουναντίον, η αλλεργία αυτή εξανεμίζεται όταν αναφέρει κάποιος τους αρχαίους Ινδούς, ή τους αρχαίους Αιγυπτίους ή Ιουδαίους. Και μάλιστα, οι αλλότριοι αρχαίοι προκαλούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, προσοχή, σεβασμό και εκτίμηση στους ανθρώπους της χώρας αυτής. Πολύ ορθώς, εάν δεν υφίστατο η εξαίρεση των τοιούτων Ελλήνων.
Και ας μην διαμαρτυρηθεί τώρα κάποιος διότι ακούει άλλα αντί της μουσικής, διότι η υπόσχεση του θέματος λέει «Περί την Μουσικήν» και όχι «Περί της Μουσικής». Θέλει δηλαδή να δηλώσει τα πέριξ αυτής, περισσότερο απ' ότι αυτή καθ' αυτήν.
Πρέπει τώρα να προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε την απαράδεκτη αυτή απέχθεια των συμπατριωτών μας, προς τους απώτερους δημιουργούς προγόνους μας, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα μας προκύψουν σοβαρά προβλήματα, και αυτό διότι είμαστε αναγκασμένοι να τους ξανα-αναφέρουμε. Γιατί; Διότι, αυτοί οι αρχαίοι Έλληνες, έθεσαν την μουσική πάνω σε επιστημονικές βάσεις πλην των ψυχικών. Πρώτοι απ' όλους και μοναδικώς!
Επίσης δε, αυτοί οι ίδιοι την ερεύνησαν από κάθε σκοπιά και κάθε οπτική γωνία. Πώς λοιπόν ν' αποφύγει κάποιος αυτή την «κατάρα», όπως την αποκάλεσε κάποιος Ευρωπαίος ποιητής, την οποία κληρονόμησαν οι Έλληνες αυτοί εσαεί στην οικουμένη των ανθρώπων, αφού, όπως προείπα, για πρώτη φορά παγκοσμίως μίλησαν επιστημονικά για το θέμα αυτό όπως και για τα υπόλοιπα; Τουλάχιστον, για το θέμα της μουσικής δεν αμφισβητήθηκε σοβαρώς η πρωτιά των Ελλήνων, παρά τις ελάχιστες κακοήθειες και διαστρεβλώσεις οι οποίες πλανώνται στον χώρο της ιστορικής έρευνας γενικώς.
Και ενώ η παγκόσμια κοινότητα αναγνωρίζει, σέβεται και εκτιμά την προσφορά αυτή των Ελλήνων και στο θέμα της μουσικής, στο ρωμαίικο αυτό νεοελληνικό κρατίδιο, η παιδεία του διδάσκει και για το θέμα αυτό, ότι άπαντα τα μουσικά των Ελλήνων ελήφθησαν από τους Ανατολίτες. Επί πλέον δε, και από τους Ευρωπαίους, με την εισαγωγή της λεγομένης «ευρωπαϊκής μουσικής» μετά την Αναγέννηση. Λησμονείται δηλαδή ότι, Αναγέννηση σημαίνει, πρώτιστα και μάλιστα, αυτή η του ελληνικού πολιτισμού και των τεχνών του.
Χαράκτηριστικό παράδειγμα της αλλεργίας των νεοελλήνων:
Πριν χρόνια, καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, αρχαιολόγος, ανακάλυψε την Ύδραυλη στο Δίον. Πρόκειται για τον πρόδρομο του εκκλησιαστικού οργάνου.
Προσέξτε τώρα, τι μας πληροφόρησε για την προέλευση του: «Μάλλον εισήχθη από την Μεσοποταμία». Αυτή η συμπεριφορά λέγεται επιστημονική νοοτροπία στην χώρα αυτή. «Μάλλον» χωρίς κανένα στοιχείο. Κι αυτό, όταν όλα τα λεξικά και οι εγκυκλοπαίδειες καταγράφουν ότι, το όργανο αυτό είναι εφεύρεση του Έλληνα μηχανικού Κτησίβιου από την Αλεξάνδρεια. Από μερικούς δε συγγραφείς αποδόθηκε στον Αρχιμήδη. Με άλλα λόγια, οτιδήποτε υπήρξε στην χώρα αυτή κατά τους επιστήμονες μας, προήλθε είτε από την Ανατολή είτε από την Δύση,
Όμως, αρκετοί ήδη γνωρίζουν πώς καταλαμβάνονται οι πανεπιστημιακές έδρες και από ποιους. Κατ' αυτούς δε, οι Έλληνες,οι οποιοιδήποτε, ήλθαν στον τόπο αυτόν από αλλού. Οι φανταστικοί «Ινδοευρωπαίοι»!
Ας επιχειρήσουμε στο σημείο αυτό την διαλεύκανση του μυστηρίου.
Αν και διαθέτουμε πάμπολλες μαρτυρίες για τα αίτια της
περιφρονήσεως των νεοελλήνων για τα επιτεύγματα των προγόνων τους, και ειδικά εδώ για τα μουσικά, θα αναφέρουμε εδώ μόνον ορισμένες, οι οποίες μάλιστα προέρχονται από την πλευρά των προστατών της
παιδείας του κράτους αυτού. Εννοώ τους Τρεις ιεράρχες και κυρίως τον Ιωάννη Χρυσόστομο.
Ο Κυριάκος Σιμόπουλος στο βιβλίο του με τίτλο «Η λεηλασία και καταστροφή των ελληνικών αρχαιοτήτων» με υπότιτλο «Η τραγικότερη πολιτιστική γενοκτονία της παγκόσμιας Ιστορίας» (Εκδ. Στάχυ σελ. 142) γράφει τα εξής μεταξύ των άλλων, λεγόμενα του Χρυσοστόμου για τους Έλληνες:
«Είναι στιγματισμένοι, χειρότεροι από τους χοίρους που πασαλείβονται με περιττώματα. Είναι άξιοι λιθοβολισμού.»
Από τους λόγους του πατρός αυτού, «Εις τον μακάριον
Βαβύλαν», «Κατά Ιουλιανού και προς Έλληνας», «Εις τον Απόστολον Παύλον», κλπ, σταχυολόγησα τους εξής χαρακτηρισμούς του για τους Έλληνες:
Βρωμεροί, πανάθλιοι, μιαροί, παμμίαροι, αδιάντροποι,εκμεταλλευτές,
Πώς λοιπόν, κυρίες και κύριοι, τέτοιοι άνθρωποι, χειρότεροι κι από γουρούνια, να παρήγαγαν πολιτισμό, και φυσικά μουσική;
Ορίστε όμως, μας το λέει άμεσα ο χριστιανός απολογητής Τατιανός στον λόγο του «Προς Έλληνας»: «Οι Έλληνες, ούτε είχαν, ούτε δημιούργησαν τίποτα δικό τους, αλλά όλα τα παρέλαβαν από τους βαρβάρους.» Τώρα μάλιστα! Λυτρωθήκαμε επιτέλους απ' αυτό το βασανιστικό ερώτημα που λέει: «Τι είχαν οι Έλληνες δικό τους;» Τίποτα λοιπόν. Απολύτως τίποτα. Δηλαδή και την λέξη «Μουσική» από τους βαρβάρους την πήραν. Από ποιους όμως; Και τι θα κάνουμε τώρα που δεν υπάρχουν αυτοί οι συγκεκριμένοι βάρβαροι;
Ο Καβάφης κάτι υπαινίχθηκε στο ποίημα του «Περιμένοντας τους βαρβάρους». Στο τέλος του λέει:
«Γιατί ενύχτωσε κι οι βάρβαροι δεν ήλθαν και μερικοί έφτασαν απ' τα σύνορα και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουνΚαι τώρα τι θα γενούμε χωρίς βαρβάρους; Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.»
Κι όμως, βρέθηκε λύσις. Οι επίγονοι του Τατιανού φάνηκαν πιο έξυπνοι απ' όλους! Κατασκεύασαν βαρβάρους. Φανατικούς! Και το όνομα αυτών; «Ινδοευρωπαίοι».
Είναι πράγματι άθλιο έργο, το να αποδεικνύει κάποιος
την ανυπαρξία του φανταστικού, να δεικνύει κάποιος το ανύπαρκτο.
Εξ ίσου όμως δύσκολο ήταν να ξεθεμελιώσει κανείς την μουσική και τον χορό από τις ψυχές των Ελλήνων.
Και να η απόπειρα του φθόνου αυτής της φαντασίας επί του πραγματικού: τα μέτρα που λήφθησαν άρδην και ρηξικέλευθα. Ένα τόλμημα να ξεριζωθούν ήθη χιλιετιών.
Στο βιβλίο του Αλέξη Σολωμού με τίτλο «Ο άγιος Βάκχος» διαβάζουμε μεταξύ των άλλων σχετικών για τον Πατέρα της χριστιανικής εκκλησίας Ιωάννη Χρυσόστομο:
«Δεν τον ενοχλούσαν μονάχα οι παραστάσεις των χορευτών και των μίμων. Ζητούσε από τους χριστιανούς
να ξεγράψουν οριστικά κάθε λαϊκό τραγούδι. Οι αγωγιάτες να μην τραγουδάνε πάνω στο κάρο τους, ούτε
οι κοπέλες πάνω στον αργαλειό τους, ούτε οι μανάδες να νανουρίζουν τα μωρά τους. Τα λείψανα αυτά της αρχαίας
ελληνικής ζωής, έπρεπε να τα αντικαταστήσουν με ψαλμούς του Δαυίδ.» και
«Χίλια χρόνια αργότερα, οι μαθητές του Πατρός αυτού, έψελναν τα εξής: Σίγησον Ορφεύ, ρίψον Ερμή την λύραν,
τρίπους ο εν Δελφοίς δύνον εις λήθην έτι. Δαυίδ γαρ ημίν πνεύματος κρούων λύραν».
Ας ακούσουμε όμως τι έψελναν με την λύρα τους οι απόγονοι του Δαυίδ, ανάμεσα σε άλλα:
«Και επεγερώ τα τέκνα σου Σιών επί τα τέκνα των Ελλήνων. Και ψηλαφήσω σε ως ρομφαίαν μαχητού. Και
Κύριος έσται επ' αυτούς και εξελεύσεται ως αστραπή βολής» (Ζαχαρίας Θ'13-15).
Στο «Πηδάλιον» βιβλίο που περιέχει όλους τους κανόνες των Ιερών Συνόδων, οι οποίοι, ας το τονίσουμε, θεωρούνται θεόπνευστοι από τον ορθόδοξο χριστιανισμό, διαβάζουμε από την Εν Λαοδικεία Τοπική Σύνοδο, το έτος 364, Κανών 53ος:
«Ότι ου δει χριστιανούς εις γάμους επερχόμενους βαλλίζειν ή ορχείσθαι, αλλά σεμνώς δειτενείν ή αριστείν,
ως πρέπει χριστιανοίς.»
ξεκάθαρη απαγόρευση δηλαδή του τραγουδιού και του χορού. Των κατ' εξοχήν αυτών ελληνικών συνηθειών!
Η διαταγή του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Αρκαδίου στα τέλη του 4 αιώνα, το περίφημο «Ες έδαφος φερειν» για την ισοπέδωση όλων των ελληνικών ναών, δεν ίσχυσε καθόλου λιγότερο και για το ελληνικό τραγούδι, απ' όσο διαπιστώνουμε.
55ος Κανών:
«Ότι ου δει ιερατικούς ή κληρικούς, αλλ' ουδέ λαϊκούς,
εκ συμβολής, συμπόσια επιτελείν».
Απαγόρευση δηλαδή των συμποσίων στους πάντες, λαϊκούς και κληρικούς. Είναι γνωστό όμως τι συνέβαινε στα συμπόσια. Μας το πληροφορεί ο θεϊκός Όμηρος:
«Μολπή τ' ορχηστός τε, τα γαρ τ' αναθήματα δαιτός.»
Ότι δηλαδή, το τραγούδι και ο χορός είναι τα στολίδια του συμποσίου.
Ανηλεής ο κατατρεγμός του ελληνικού τραγουδιού από τους Πατέρες της χριστιανικής Εκκλησίας. Ο Νίτσε τον αποτιμά δηλώνοντας το γούστο του επ' αυτού στο βιβλίο του με τίτλο «Ίδε ο άνθρωπος» από την αρχή του
και εξ αρχής δηλώνει:
«Μαθητής του φιλοσόφου Διονύσου, και για να είμαι πιο
σαφής, θα προτιμούσα να είμαι ένας Σάτυρος και καθόλου
ένας άγιος.»
Ο Γιώργος Μανιάτης επισημαίνει ότι είναι ανυπολόγιστης σημασίας τα λόγια που απευθύνει ο Κύκλωπας (από το ομώνυμο έργο του Ευριπίδη) προς τους Σατύρους, όταν αυτοί τον παρενοχλούσαν.
Προσέξτε παρακαλώ, τι τους λέει:
«Δεν μπορώ να σας φάω, γιατί θα χορεύετε μες στην
κοιλιά μου»!
Δηλαδή, με άλλα λόγια, άνθρωποι που τραγουδούν και
χορεύουν, δεν μαντρώνονται καθόλου στα μαντριά
των Αρχιμανδριτών Πατέρων της Xριστιανικής
Εκκλησίας. Δεν καθίστανται ποίμνια.
«Ένθα όρχησις,
εκεί διάβολος» κατά τον Ιωάννη Χρυσόστομο.
Έπρεπε λοιπόν, να αντικατασταθούν τα ελληνικά
τραγούδια και οι χοροί συλλήβδην, χάριν των ψαλμών του εκλεκτού λαού του Θεού, δηλαδή των Ιουδαίων.
Ύμνοι, οι οποίοι καλλιεργούν τον φόβο του θεού Γιαχβέ!
Μια θρησκεία, υπό την οποία ο πιστός πρέπει να παλεύει
συνεχώς για να σώσει τον εαυτό του. Από τι; Μα, από
τον θεό στον οποίον πιστεύει, όταν οι Έλληνες
απευθυνόμενοι προς τους θεούς, αναφωνούσαν «φίλε Δία».
Ας δούμε όμως τώρα, τι ήταν αυτό που έπρεπε να
ξερριζώσουν οι Πατέρες της Εκκλησίας:
Τι είναι το ελληνικό τραγούδι; Η απάντηση είναι σαφής και κατηγορηματική σ' όσους έχουν μελετήσει την ιστορία του.
Είναι η αρμονική συνύπαρξη και σύζευξη της ποίησης, της μελωδίας και του χορού.
Πού απευθύνεται το τραγούδι αυτό; Ταυτόχρονα και στα
τρία βασικά συστατικά της ανθρώπινης ύπαρξης, δηλαδή
στο νου, στην ψυχή και στο σώμα.
Η ποίηση δια του λόγου-νοήματος κατά κύριο λόγο
στην σκέψη, και κατά δεύτερο δια μέσου αυτής στην ψυχή, στο γνωστικό και στο άγνωστο μέρος του ανθρώπου, με άλλα λόγια, στην γνωστική και στην καλλιτεχνική του φύση. Τα θέματα καλύπτουν όλο το φάσμα του ανθρώπινου ενδιαφέροντος. Η συρρίκνωση
όλων αυτών των θεμάτων σε ένα, τον έρωτα δηλαδή, ο χυδαίος αυτός μειωτισμός, είναι αποκλειστικό φαινόμενο των τελευταίων δεκαετιών.
Η μελωδία το άλλο σκέλος, απευθύνεται κυρίως στην ψυχή, αλλά και στο σώμα, δια του ρυθμού. Στην ψυχή, στην άβυσσο αυτή της ανθρώπινης υπόστασης, που άλλοτε καταλαγιάζει κι άλλοτε ξεσηκώνει τους ανέμους
της. Με άλλα λόγια, η μελωδία είναι ο εξαερισμός της ψυχής.
Ο χορός τέλος, διασφαλίζει την συμμετοχή του υλικού σώματος, που χωρίς αυτό δεν μπορούν να υπάρχουν και τα άλλα.
Εδώ μπορεί να τεθεί το καίριο ερώτημα:
Ο χορός έγινε για τα τραγούδια, ή τα τραγούδια για τον
χορό;
Ο Λιβάνιος, τον 4° αιώνα μ.Χ. απαντά κατηγορηματικά:
«Τα άσματα έγιναν για την όρχηση κι όχι το αντίθετο.»
Ο Πλάτων (Νόμοι Β'654 α-β) οκτώ αιώνες πριν, τολμά
να αναρωτηθεί:
«Να δεχθούμε πως ο απαίδευτος άνθρωπος είναι χωρίς εξάσκηση στον χορό, κι ο μορφωμένος με εξάσκηση στον χορό;»
Πώς όμως έχουν τα πράγματα στο θέμα αυτό σήμερα στην χώρα μας; Τι είναι αυτό που αποκαλούμε σήμερα «Ελληνικό Τραγούδι»;
Είναι ψευδεπίγραφο, ισχυρίζομαι, κι έχει να κάνει με την κακοποίηση της ελληνικής γλώσσας. Θα αναφέρω όμως πρώτα ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Αποκαλούμε «ορχήστρα συμφωνική» (θαρρείς και οι λοιπές είναι ασύμφωνες) αυτό το μουσικό σύνολο που μας
ακινητοποιεί στην καρέκλα, όταν «όρχησις εστί χορός».
Από την μια η έντεχνη μουσική και το έντεχνο τραγούδι - σαν να λέμε, η μουσική μας είναι έντεχνη και όλες οι άλλες άτεχνες - το «έντεχνο» έστω τραγούδι περιφρονεί τον χορό. Οι δημιουργοί του όμως και οι ακροατές του χορεύουν αλλότριους χορούς, γιατί χωρίς χορό δεν
γίνεται.
Αλήθεια, ποιοι άδειασαν τις πίστες από τους ελληνικούς χορούς, τις οποίες βρήκαν αδειανές κι ανυπεράσπιστες οι εκάστοτε αμερικάνικοι χοροί και τις κατέλαβαν αμαχητί;
Ποιοι άλλοι, από τους συνθέτες της «έντεχνης μουσικής»
και του «νέου κύματος» με τα ραδιοφωνικά και
επικαρέκλεια άσματα τους; «Δεν μπορούσαμε» λέει «να μείνουμε εμείς πίσω, καθυστερημένοι, έξω από τους μοντέρνους χορούς».
Να λοιπόν, όταν η χυδαία αντιγραφή αποκτάει αυτοσυνείδηση και προχωράει προς την αυτοδικαίωσή της. Οι χιλιάδες χοροί, για τους οποίους απορούν και εξίστανται στην κυριολεξία οι ξένοι μελετητές, οι χοροί αυτοί των χιλιετιών, έπρεπε να περιφρονηθούν και να εγκαταλειφθούν χάριν των αλλοδαπών χορών της εκάστοτε μόδας. Ορίστε η ιλαροτραγωδία των νέων, που φώναζαν μέχρι χθες «έξω οι Αμερικάνοι» όντας ενδεδυμένοι πατόκορφα με αμερικάνικα ρούχα, καπνίζοντας «Μάλμπορο», πίνοντας «κόκα-κόλα» και ουισκακι στο μπαράκι με μουσική υπόκρουση και χορό ροκάκι. Από την άλλη, το «λαϊκό» λεγόμενο τραγούδι, βουτηγμένο στην κυριολεξία μέσα στην αραβο-τουρκική κολυμπήθρα και πρόσφατα στην αγγλοσαξωνική, να ζέχνει από χυδαίους στίχους και αλλότριους χορούς. Αλλά και οι ποιητές μας, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, απαξιούν να γράφουν τραγούδια, όντες άμουσοι και άρρυθμοι, αποφεύγοντας στην ποίηση τους τον ρυθμό, το κατ' εξοχήν αυτό ελληνικό στοιχείο, ο οποίος καθιστά την ποίηση τουλάχιστον δεκτική στην απαγγελία, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι όποιο ποίημα έχει ρυθμό, κατ' ανάγκη είναι και καλό. Η ανελλήνιστη όμως αυτή μουσικο-χορευτική κατάσταση δεν έχει σταματημό, ούτε τελειωμό. Η χώρα μας, είναι η μοναδική στην Ευρώπη, κι από τις ελάχιστες στον κόσμο, που δεν έχει ακόμα καθιερώσει τα μαθήματα της μουσικής και του χορού στην δημόσια εκπαίδευση, όταν πριν από δυο χιλιάδες χρόνια τουλάχιστον, «αι των Ελλήνων πόλεις πρώτιστα και μάλιστα δια της μουσικής παιδεύουσιν τους νέους»
όπως μας πληροφορεί ο γεωγράφος Στράβων.
Γιατί άραγε οι Έλληνες έστελναν τα παιδιά τους πρώτα στην μουσική και κατόπιν στα γράμματα;
Γιατί η προτεραιότητα της ψυχής έναντι των υπολοίπων;
Αλλά, κι όταν σήμερα ενδιαφερόμαστε προς τούτο, πάντοτε πρόκειται για κάτι το αλλότριο. Όλα τα Ωδεία της χώρας διδάσκουν αποκλειστικά ευρωπαϊκή μουσική. Η Σχολή Μουσικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, εκτός του ότι υπολειτουργεί, πράττει κι αυτή αναλόγως, όταν η Τουρκία διαθέτει Ανώτατη Ακαδημία Τουρκικής Μουσικής, η χώρα μας δεν διαθέτει τίποτα ανάλογο. Ο Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων τύπωσε, αλλά ουδέποτε διένειμε στους μαθητές το βιβλίο της Δώρας Στράτου για τους ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς.
Το βιβλίο αποδεικνύει κατηγορηματικά την αναλογία, μέχρι του σημείου της ταύτισης, των αρχαίων χορών με τους σημερινούς. Υπάρχει πλήθος αγγειογραφιών στις οποίες διακρίνονται ακόμη και λεπτομέρειες των χορών οι οποίες εκτελούνται μέχρι σήμερα. Διαθέτουμε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά είναι αδύνατον να αναφερθούν τώρα εδώ. Δηλαδή, από το τραγούδι και τον χορό, τυγχάνουμε Έλληνες, τουλάχιστον όσο και από την ελληνική γλώσσα, για να μην πω και περισσότερο. Την γλώσσα αυτή η οποία γονιμοποίησε τον ευρωπαϊκό λόγο, όπως αβασάνιστα αναγνωρίζει η διεθνής κοινότητα.
Όταν όμως η γλώσσα συνέχει με το τραγούδι το έθνος στα ύφαλα του, στο μεδούλι του, τότε πρέπει να διαβληθεί κι αυτή. Πώς να ισχυριστεί κάποιος όμως, ότι λέξεις και έννοιες όπως «θεωρία», «φιλοσοφία», «λογική», «ιστορία», «μουσική», «διαλεκτική», «ιδέα», «δύναμη», «πρακτική», τις έλαβαν οι Έλληνες από τον τάδε ή δείνα λαό, ο οποίος τις προλάλησε;
Και αυτό να συμβεί, δίχως να καταστραφεί η ιστορική αλήθεια σε ό,τι
αφορά στον ευρωπαϊκό λόγο;
Ναι, καταστροφή! Είναι μια λέξη κι αυτή. Πώς όμως την
εκφωνεί ο κάθε Ευρωπαίος; Ακούστε την παρακαλώ:
Καταστρόφ ή κατάστροφι, και κάποιοι γείτονες
καταστροφάλ. Και όλες αυτές οι έννοιες και λέξεις γραμμένες επί πλέον και με το ελληνικό αλφάβητο.
Πώς είπατε;
Με το ελληνικό αλφάβητο;
Μισό λεπτό. «Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα» απαντούν οι εγκύκλιες σπουδές. «Αυτό το παρέλαβαν οι Έλληνες από τους Φοίνικες».
Με άλλα λόγια, μπορεί το ψητό να είναι ελληνικό, αλλά το λαδόχαρτο είναι φοινικικό.
Μέγα θέμα, κυρίες και κύριοι.
Προτείνω τώρα αμέσως διάλειμμα. Διάλειμμα
αφηγηματικό. Και πάλι για την υπονόμευση του
παρόντος λόγου. Χάριν του απολειπομένου, αναγκαστικώς, διαλόγου.
(Απελάτης) Θεσσαλονίκη, κανάλι ΤΙΜΕ, κύριος Αλεξιάδης (μεταγενέστερον) το αλφά-ζω, αλφα-ίνω -εφευρίσκω.
Μετά δε απ' αυτό το διάλειμμα, πώς να μην αναφερθούμε και εις το ένδοξόν μας Βυζάντιον, και για τα μουσικά του πράγματα μάλιστα.
Και αν απαλλαγήκαμε, εκ πρώτης όψεως, από την Τουρκοκρατία, τουλάχιστον στα μουσικά μας πράγματα, μάλλον συνεχίζουμε την Βυζαντινοκρατία μας, όπως θα επιχειρήσουμε να καταδείξουμε κατά το δυνατόν. Κι ας μην ξεχνάμε ότι Βυζάντιο πάει να πει, η επιχρύσωση αυτού του ιστορικού αντικειμένου που αποκαλούνταν ως «Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία». Διαπιστώνοντας τα σημερινά, ας οδεύσουμε οπισθόδρομα μουσικολογικώς.
Διαπίστωση πρώτη: Οι πάσης φύσεως μουσικοί της χώρας μας, παραδοσιακοί, αυτοδίδακτοι, πτυχιούχοι ωδείων και εθνομουσικολόγοι, αποκαλούν τις κλίμακες της ελληνικής μουσικής με ονόματα όπως χιτζάζ, ονσάκ, σαμπάχ, νιαβέντ, ραστ, καρτζιγάρ, κ. ά.
Διαπίστωση δεύτερη; Παγκοσμίως, πλην δυτικής Ασίας, οι αντίστοιχες αυτές κλίμακες αποκαλούνται με τα αληθινά τους ονόματα όπως Δωρική, ιωνική, λυδική, φρυγική, υποδωρική, μυξολυόική, αιολική, κ.ά (DORIAN ,EOLIC etc. etc).
Διαπίστωση τρίτη απίστευτη κι όμως αληθινή: Στο σύνολο σχεδόν των Μουσικών Γυμνασίων της χώρας στον τομέα της Ελληνικής Μουσικής διδάσκεται το κατ' εξοχήν τουρκικό έγχορδο μουσικό όργανο σάζι, αντί του ελληνικού ταμπουρά (θαμπούρα, τρίχορδο ή κακώς λεγόμενο μπουζούκι), όπως προβλέπει το διδακτέο πρόγραμμα, όταν σε καμία επαρχία της Ελλάδος δεν παίζεται το σάζι, όπως και σε καμία επαρχία της Τουρκίας δεν παίζεται ο ταμπουράς. Για το απαράδεκτο αυτό γεγονός απ' όσο γνωρίζουμε, δεν υπήρξε μέχρι στιγμής καμιά σοβαρή καταγγελία. Οι Έλληνες, όχι μόνον εφηύραν, ερεύνησαν επιστημονικά, συστηματοποίησαν και χρησιμοποίησαν τις μουσικές αυτές κλίμακες, τουλάχιστον από τον 7° αιώνα, αλλά επί πλέον αποφάνθηκαν και για το ήθος των κλιμάκων αυτών.
Οι ειδήμονες γνωρίζουν ότι, οι άλλοι λαοί όπως οι Άραβες, οι Τούρκοι, οι Αιγύπτιοι κ.ά. πολλούς αιώνες αργότερα δεν γνώριζαν τίποτα σχετικό. Η γνώση των ιστορικών αυτών δεδομένων και ο ανάλογος σεβασμός οδήγησαν τους Ευρωπαίους αναμφισβήτητα στην χρήση από μέρους τους της ελληνικής ορολογίας των κλιμάκων αυτών. Όσο όμως η στάση αυτή των Ευρωπαίων, των Αμερικανών ή των Αυστραλών δεν χρήζει καμιάς εξηγήσεως, τόσο η στάση των νεοελλήνων την απαιτεί κατηγορηματικά. Επιπρόσθετα, επιτείνεται το πρόβλημα και από το γεγονός ότι, η αντιστοιχία των κλιμάκων μας με τις αραβο-περσο-τουρκικές απορρίπτεται πλέον επιστημονικά, λόγω της σημαντικής διαφοράς των μουσικών τους διαστημάτων. Ενώ, οι Τούρκοι λόγου χάριν, χρησιμοποιούν ακόμα και σήμερα τα διαστήματα του Πυθαγόρα - όπως αποφαίνεται ο Νίκος Κηπουρός σε σχετική μελέτη του, η οποία δημοσιεύτηκε το 1985 -οι Έλληνες διαφοροποίησαν σημαντικά τα διαστήματα των κλιμάκων τους. (Για τους ειδήμονες: διαμορφώνοντας τα περισσότερο προς το σκληρό χρώμα). Η τάση αυτή εξηγείται αρκούντως από το ένστικτο της τηρήσεως των αποστάσεων, το οποίο διαθέτουν όλοι οι λαοί και ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό οι Έλληνες. Ένστικτο το οποίο είναι το κατ' εξοχήν αντίδοτο σε κάθε είδος ισοπέδωσης και το οποίο απώλεσαν σε σημαντικό βαθμό οι νεοέλληνες. Τέλος πάντων, το ερώτημα το οποίο μας απασχολεί εδώ, είναι το γιατί, πότε και πώς προέκυψε η χρήση των αλλότριων ονομάτων γι' αυτά τα στοιχεία του μεγάλου μουσικού πολιτισμού μας, όταν αυτά εξακριβωμένα είναι ελληνικά. Οι Βυζαντινοί δεν ήθελαν με τίποτα ν' ακούγονται τα ελληνικά ονόματα δωρική, λυδική ή αιολική κλίμακα. Επειδή όμως έπρεπε υποχρεωτικά να χρησιμοποιήσουν τις κλίμακες αυτές, αφού ήταν αδύνατον να εφευρεθούν καινούριες, κάτι το οποίο δεν συνέβη ακόμα μέχρι την σήμερον, εφήρμοσαν την τακτική «και η πίτα ολόκληρη και ο σκύλος χορτάτος». Απλώς ο Δώριος, Αιολικός και οι λοιποί τρόποι, όπως λέγονται αλλιώς οι κλίμακες, βαφτίστηκαν σε ήχο πρώτο, ήχο δεύτερο, ήχο πλάγιο πρώτο, κλπ. Όσο για τα αραβο-περσο-τουρκικά ονόματα, είναι γνωστόν ότι, τα μουσικά διαστήματα των λαών αυτών βασίστηκαν, κατά κύριο λόγο, στα αρχαιοελληνικά. Ειδικά δε, μετά την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου «και Περσών και Σουσιανών και Γεδρωσιανών παίδες τας Ευριπίδου και Σοφοκλέους τραγωδίας ήδον» (Πλούταρχος).
Στο σημείο αυτό αισθάνομαι την ανάγκη να ομολογήσω ότι, η τριβή μου με το θέμα αυτό ξεκίνησε από το ερώτημα το οποίο μου έθεσε ο Αυστραλός μουσικός και ερευνητής της παραδοσιακής μας μουσικής Linsey Pollack το «σωτήριον» για μένα έτος 1986. Μέχρι τότε, και λίγο αργότερα ακόμα, κι εγώ χρησιμοποιούσα τις αραβο-περσο-τουρκικές αυτές ονομασίες για τις κλίμακες της μουσικής μας, αφού τυγχάνω δάσκαλος της παραδοσιακής μας μουσικής. Συγκεκριμένα, το ερώτημα του Πόλλακ ήταν το εξής:
«Πώς γίνεται, εμείς οι μουσικοί της σύγχρονης μουσικής στην Αυστραλία, στην Αμερική και στην Ευρώπη να χρησιμοποιούμε τα ονόματα Eolian,Lydia κλπ, για τις κλίμακες τις οποίες εσείς ονομάζετε ραστ, ουσάκ κλπ;». Για να μην πολυλογώ, η αδυναμία μου ν' απαντήσω στο ερώτημα αυτό, μ' ανάγκασε να ερευνήσω το θέμα και να καταλήξω στα συμπεράσματα αυτά τα οποία προανέφερα. Από κει και πέρα όμως, προέκυψε η ανάγκη να ξεπεραστεί το πρόβλημα και πρακτικά. Για τον λόγο αυτόν, λαμβάνοντας υπ' όψιν το αρχαίο ελληνικό σύστημα, το βυζαντινό και την σημερινή μουσική πραγματικότητα, διαμόρφωσα μια πρόταση επί του θέματος, την οποία θεωρώ περισσότερο ως πρόταση θέσεως του προβλήματος, παρά ως τελική λύση του.
Mακάρι να υπάρξουν προτάσεις σπουδαιότερες από ιστορική και πρακτική σκοπιά.
Ωστόσο, το πρόβλημα θα μπορούσε να λυθεί σχεδόν οριστικά, μόνον εάν πραγματοποιείτο ένα ειδικά για το θέμα αυτό πανελλήνιο, και καλύτερα διεθνές, επιστημονικό συνέδριο, όπου θα καταθέτονταν και θα επεξεργάζονταν όλες οι σχετικές ιστορικές μαρτυρίες και οι ανάλογες προτάσεις. Δυστυχώς, στην χώρα αυτή, μια τέτοια πρόταση μπορεί ακόμα να θεωρείται ευσεβής πόθος. Κι όλα αυτά αποτελούν το ένα σκέλος του προβλήματος. Διότι, πλην των εξ Ανατολής ανιστόρητων σχέσεων, μας προέκυψαν και οι εκ Δύσεως. «Ανήκομεν» λέει «εις την Δύσιν».
Η Δύσις όμως, πού ανήκει; Βλέπετε ότι ο νεοέλληνας δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του. πορεύεται με πατερίτσες ή της Ανατολής ή της Δύσεως. Έτσι του μάθανε εδώ και δυο αιώνες περίπου, από ιδρύσεως του νεοελληνικού κρατιδίου. Μια αμφιταλάντευση μεταξύ Ανατολής και Δύσεως. Το αλλοπρόσαλλο και η αμφιθυμία εν είδη αρετής! Ρακοσυλλέκτες των αποβλήτων (μουσικών στην περίπτωση μας) της Δύσεως, της Ανατολής, των ΗΠΑ και της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του λεγομένου Βυζαντίου. Και κανείς δεν προσέχει ότι, όλος αυτός ο απατηλός διαχωρισμός στην ουσία αποτελεί έναν κυκεώνα, ένα μείγμα, μια ρώσικη σαλάτα, αφού οι διαπηδήσεις και οι οσμώσεις από τον ένα χώρο στον άλλο είναι καθημερινό φαινόμενο. Χώρια που οι περισσότερες πατούν με το ένα πόδι στην Ανατολή και με το άλλο στην Δύση. Ορίστε μια απόδειξη, αναγκαία αλλά και ικανή:
Μέσα σε δυο-τρία χρόνια, τέλη της δεκαετίας του '90, μια ολόκληρη γενιά ξέφυγε από την αγκαλιά της αμερικάνικης μουσικής και του χορού, για να πέσει αμέσως στην λαγνεία του τσιφτετελιού.
Και οι λοιποί; Κλασσική μουσική, σου λένε, συμφωνική ορχήστρα. Δηλαδή οι λοιπές είναι ασύμφωνες! Έντεχνη μουσική, σου λέει. Δηλαδή οι λοιπές είναι άτεχνες!
Και αποκαλεί «ορχήστρα» αυτό που σε καθηλώνει στην καρέκλα, ακίνητο εντελώς, όταν «όρχησις» σημαίνει χορός, και «ορχήστρα» το μέρος όπου χορεύουν. Ποτέ και κανείς δεν θα παραδεχθεί ότι πλήττει στις συναυλίες
της «σοβαράς μουσικής». «Σοβαρή μουσική», άρα οι λοιπές τυγχάνουν ασήμαντες! Ποιοι τους δίδαξαν τις υποκρισίες αυτές; Θα το δούμε σε λίγο.
Ο Πλάτων (Νόμοι Β'670α) ισχυρίζεται τα εξής:
«ψιλώ δ' εκατέρω αυλήσει και κιθαρίσει πάσα τις αμουσία και θαυματουργΐα γίγνοιτ' αν της χρήσεως»,
δηλαδή, ότι η αύληση και η κιθάριση (χωρίς όρχηση και τραγούδι) δείχνει έλλειψη μουσικής καλλιέργειας και θαυματοποιία.
«Έ, όχι και μέχρις εκεί, κύριε Πλάτων» λέω εγώ.
«Όχι να μας λες δηλαδή, ότι αυτοί όλοι που μαζεύονται ν'
ακροαστούν συμφωνική μουσική, ή μουσική δωματίου,
πάσχουν από έλλειψη μουσικής καλλιέργειας, επειδή δεν
τραγουδούν και δεν χορεύουν!»
Όχι βεβαίως, δεν αληθεύει αυτό. Αληθεύει όμως απόλυτα ότι δεν έχουν ελληνική μουσική καλλιέργεια, αλλά ευρω-λιγούρικη. Η ιστορία όμως αυτή είναι πολλή παλιά. Ας θαυμάσουμε λίγο το ήθος και τον χαρακτήρα ενός από τους πρωτεργάτες και προφήτες αυτής της
εξευτελιστικής, για τους Έλληνες, σημερινής μουσικής πραγματικότητας. Να τι ιστορεί ο μέγας Θεόφραστος Σακελλαρίδης, σε συνέντευξη του στην εφη μερίδα «Αθηνά» το 1911:
«Πηγαίνω μαζί με τους συγγραφείς της επιθεωρήσεως εις το καφέ-σαντάν και κρατώ εις το μουσικόν μου τετράδιο εστενογραφημμένα πρακτικά. Συνήθως είναι ναπολιτάνικα τραγούδια, διότι το αυτί των Ναπολιτάνων είναι εις την αυτήν μοίραν με των Αθηναίων. Εφέτος όμως, επειδή η ναπολιτάνικη μουσική ήτο πολύ φτωχική και επειδή είναι της μόδας η των βιεννέζικων οπερεττών, επροτιμήσαμε την δευτέραν δια τα Παναθήναια. Παίρνω δεξιά και αριστερά από οπερέττες. Την «Πριγκίπισσα των δολλαρίων» την ετρύγησα εφέτος. Άλλα σβήνω, άλλα αφήνω. Από 2-3 τραγούδια παίρνω μερικές πατούρες, εις αυτάς κολλώ ξένην εισαγωγήν και κάμνω νέο τραγούδι.»
Δεν ήταν ποτέ ο λαός που έδωσε το παράδειγμα του «δεν βαριέσαι», αλλά πάντα αυτοί οι ξιπασμένοι ψευτο-αριστοκράτες, για τους οποίους το «λαϊκό» είναι το άλλοθι για να κατηφορίζουν άνετα προς τον χυδαίο μιμητισμό τους. Ο λαός όμως, όσο υπάρχει ακόμα, σε πείσμα όλων αυτών των περιφρονήσεων, εξακολουθεί να έχει περισσότερο ελληνική μουσική καλλιέργεια, αφού επιμένει να τραγουδά και να χορεύει ελληνικά, μέχρι αυτή τη στιγμή, παρ' όλα τα μουσικο-χορευτικά του ξεστρατίσματα. Ξεστρατίσματα, που κι αυτά τα οφείλει αποκλειστικά στην αδηφαγία των εταιρειών δίσκων, αλλά και στην εγκληματική αδιαφορία του εκτρώματος αυτού, που λέγεται «Ελληνικό Κράτος». Μάλιστα λοιπόν! Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ενδιαφερόμαστε πολύ για την μουσική. Εξ ίσου όμως αληθεύει ότι, δεν ενδιαφερθήκαμε σχεδόν καθόλου για την ελληνική μουσική. Αλλά, επειδή χωρίς χορό δεν γίνεται, τι χορούς φέρανε οι γονείς μας; Ταγκό, βαλς, φοξ-τροτ, τσα-τσα, ρούμπα, σάμπα, και τα τέκνα αυτών σέικ, ροκ, ντίσκο και τελευταία, αποκλειστικά σχεδόν, τσιφτετέλια.
Πόσες φορές δεν άκουσα τους ανθρώπους αυτούς να παραπονιούνται για τα παιδιά τους που μαϊμουδίζουν τους ξένους χορούς, όταν οι πρώτοι διδάξαντες είναι αυτοί οι ίδιοι;
Ας εξετάσουμε όμως τώρα και το άλλοθι τους. Πρόσφατα, καλλιτέχνης χαρακτήρισε δημοσίως την παράδοση «στείρα». Πράγματι, για κάποιους λόγους η παράδοση μπορεί να δημιουργήσει στειρότητα. Αυτή καθ' εαυτή ποτέ δεν είναι στείρα. Μπορεί όμως να καταστούν κάποιοι στείροι εξ αιτίας της, ανάλογα με την στάση που θα κρατήσουν απέναντι της. Και καθίστανται στείροι μόνον όσοι την περιφρονούν και προσπαθούν να την αγνοήσουν παντελώς. Είναι η παράδοση που μας παραδίδεται, και η παράδοση που θα παραδώσουμε. Εάν παραδώσουμε τα ίδια που παραλάβαμε, τότε γινόμαστε κονσέρβες, κι εμείς και η παράδοση μας. Όμως, μετά από καιρό, οι κονσέρβες χαλάνε, βρωμάνε, και δηλητηριάζουν. Καμμία δημιουργία για έναν λαό δεν μπορεί να έχει αξία και διάρκεια, εάν δεν γίνεται μέσα στα πλαίσια της παράδοσης της. Παρελθόν, παρόν και μέλλον είναι μια αδιάσπαστη ενότητα, και είναι αδύνατον να υπάρξει το ένα δίχως τα άλλα δυο. Οι προοδευτικοί υπόσχονται ένα μέλλον χωρίς παρελθόν. Οι παραδοσιακοί υπόσχονται ένα παρελθόν χωρίς μέλλον. Πότε όμως υπάρχει παρελθόν χωρίς μέλλον; Όταν αυτοί που το κληρονομούν είναι μικροί. Όσο μεγάλα πράγματα κι αν κληρονομήσει κανείς, πεθαίνουν εάν είναι μικρός. Το ερώτημα είναι, εάν εμείς σήμερα θα αποτελέσουμε το παρελθόν του μέλλοντος. Χρονολογικά θα είμαστε παρελθόν μετά από 500 χρόνια. Δημιουργικά όμως, δεν θα είμαστε, διότι είμαστε στείροι επειδή μαϊμουδίζουμε, και μάλιστα μαϊμουδίζουμε αλλότριες παραδόσεις. Το παρελθόν του μέλλοντος μας
θα είναι στείρο επομένως, και όχι η παράδοση. Αλλά, εάν ένας λαός στον κόσμο έχει λιγότερο την ανάγκη να αντιγράψει λόγω της τεράστιας και συνεχούς παράδοσης του, αυτός είναι ο ελληνικός.
Όλως ανοήτως, η παράδοση της Γαλλίας, της Γερμανίας ή της Αμερικής, μπορούν να εμπνεύσουν τον νεοέλληνα δημιουργό, ενώ η ελληνική δεν το μπορεί, ή το χειρότερο, πρέπει πρώτα να ιδωθεί υπό το πρίσμα αυτών των αλλότριων παραδόσεων.
Από Θεσσαλονικιό νέο-ορθόδοξο καλλιτέχνη άκουσα τον ισχυρισμό ότι, «για να γνωρίσει κάποιος καλά την αρχαία ελληνική γραμματεία, αυτό μπορεί να το επιτύχει μόνον εάν την γνωρίσει μέσω των κειμένων των Πατέρων της χριστιανικής Εκκλησίας.»
Τι να προσθέσει κανείς περισσότερο σ' αυτήν την βιασμένη νοοτροπία; Η ελληνική παραδοσιακή μουσική είναι στείρα και παρωχημένη, ενώ η μουσική της Ευρώπης, η κλασσική, της ηλικίας των 500 ετών, δεν είναι στείρα, διότι αυτοβαφτίστηκε «κλασσική». Οι Άραβες και οι Ινδοί έχουν κι αυτοί κλασική μουσική σπουδαιότητα. Ποιος όμως την γνωρίζει; Γιατί δεν ακούστηκαν οι μουσικές αυτές ποτέ από τα ραδιόφωνα μας; Επειδή όμως είμαι βέβαιος ότι όλα αυτά φαντάζουν κραυγαλέα, θα αναγκαστώ να επικαλεστώ την σχετική αντίληψη του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη από το βιβλίο του «Γα δημόσια και τα ιδιωτικά». Μας λέει λοιπόν ο ποιητής:
«Όπως και να το εξετάσουμε, η πολυαιώνια παρουσία του ελληνισμού πάνω στα δώθε ή εκείθε του Αιγαίου χώματα, έφτασε να καθιερώσει μια ορθογραφία, όπου το κάθε ωμέγα, το κάθε ύψιλον, η κάθε οξεία, δεν είναι παρά ένας κολπίσκος, μια κατωφέρεια, μια κάθετη βράχου πάνω σε μια καμπύλη πρύμνας πλεούμενου ...Είναι μία γλώσσα με πολύ αυστηρή γραμματική που την έφτιαξε μόνος του ο λαός, από την εποχή που δεν πήγαινε ακόμα σχολείο. Και την τήρησε με θρησκευτική προσήλωση και αντοχή αξιοθαύμαστη μέσα στις πιο δυσμενείς εκατονταετίες.
Ώσπου, ήρθαμε εμείς με τα διπλώματα και τους νόμους να τον βοηθήσουμε. Και σχεδόν τον αφανίσαμε. Από το ένα μέρος του φάγαμε τα κατάλοιπα της γραφής του, και από το άλλο του ροκανίσαμε την ίδια του υπόσταση, τον κοινωνικοποιήσαμε, τον μεταβάλαμε σ' έναν ακόμα μικροαστό, που μας κοιτάζει απορημένος από κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας του Αιγάλεω.» Για όποιον γνωρίζει τα μουσικά πράγματα της χώρας σε βάθος, δεν υπάρχει απολύτως καμμία αμφιβολία, ότι τα ίδια και χειρότερα λόγια θα έλεγε ο Ελύτης και για τα μουσικά μας πράγματα.
Αυτά λοιπόν και για τα εξ Εσπερίας. Και σαν να μην μας έφταναν η Δύση, η Ανατολή και οι ΗΠΑ, υπαρκτές τουλάχιστον οντότητες, μας επανήλθε και το φάντασμα του Βυζαντίου, τελευταίως δε και εν είδη μόδας. Λέει, «δεν γίνεται να τραγουδάς ελληνικό τραγούδι, αν δεν ξέρεις βυζαντινή μουσική».
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, κάθε φορά που γίνεται γενικότερος λόγος για τα μουσικά μας πράγματα, δεν παραλείπεται ποτέ να τονίζεται ότι η βυζαντινή μουσική αποτελεί την συνέχεια της αρχαιο-ελληνικής. Ας το πω ξεκάθαρα: όση σχέση έχει το «αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» του ιουδαιοχριστιανισμού, με το «αρχή βλακείας φόβος θεού» του Επίκουρου, τόση σχέση έχει και η βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική με την αρχαιοελληνική. Πάντοτε στην χώρα αυτή υπήρξαν και θα υπάρχουν θέματα για να ακούγονται που και που τέτοιες κραυγαλέες διαπιστώσεις προς υποστήριξη της τόσο καταδιωγμένης στον τόπο αυτόν αλήθειας.
Ωστόσο, υπήρξε και υπάρχει πράγματι αδιάσπαστη συνέχιση της ελληνικής μουσικής δια του δημοτικού τραγουδιού και κατόπιν του αστικού λαϊκού τραγουδιού, του κακώς επονομαζόμενου «ρεμπέτικου».
Τα θράσος του θρησκευτικού φανατισμού όντως δεν έχει όρια.
Αφού καταδίωξε ανελέητα τα δημιουργήματα του ελληνισμού, ευτυχώς όχι όλα, έρχεται στην συνέχεια να ισχυριστεί ότι αυτός είναι που διέσωσε και συνέχισε τον ελληνισμό. Για να διασωθεί όμως κάτι, πρέπει από κάποιους και κάποτε να κινδύνεψε. Μα εκτός από τους Ρωμαιο-ιουδαιο-χριστιανούς