«Με το κερί» θα ψάχνουν σε λίγους μόλις μήνες οι Έλληνες να βρουν τρόφιμα, που παράγονται στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη, με συγκεκριμένους κανόνες και υψηλό επίπεδο ασφάλειας για τη δημόσια υγεία. «Κύμα» εισαγόμενων φθηνών και επισφαλών τροφίμων θα σαρώσει την ελληνική αγορά και αυτό αποτελεί κεντρική πολιτική επιλογή της Ε. Ε. Χλωριωμένα κοτόπουλα από τις ΗΠΑ, φρούτα από τη Λατινική Αμερική, σιτάρια και καλαμπόκια από τη Ρωσία, την Ουκρανία μέχρι τον Καναδά, κρέατα από τη Νέα Ζηλανδία και την Αργεντινή, ξηροί καρποί από την Περσία και το Πακιστάν, κηπευτικά από το Ισραήλ, τομάτες από την Κίνα και τη Βόρεια Αφρική και κρασί από τις τέσσερις γωνιές του ορίζοντα, θα κατακλύσουν τις λαϊκές αγορές και τα σούπερ μάρκετ. Το φαινόμενο θα πάρει τέτοιες διαστάσεις, ώστε αυτά τα προϊόντα θα κυριαρχούν σε ποσότητες και τα «ντόπια» θα είναι συμπληρωματικά και πανάκριβα. Δεν πρόκειται για το σενάριο κάποιας ταινίας ή για φόβους συνομοσιολόγων. Είναι το φυσικό επακόλουθο της πολιτικής που επέλεξε και ακολουθεί η Ενωμένη Ευρώπη στα τρόφιμα. Μειώνει συνειδητά την παραγωγή τροφίμων, αδρανοποιώντας τους αγροτικούς πληθυσμούς ή κατευθύνοντάς τους στις πόλεις για την αναζήτηση καλύτερης τύχης και κατόπιν αναζητεί στον τρίτο κόσμο κυρίως, τα τρόφιμα και τις πρώτες ύλες, που της χρειάζονται. Φαίνεται απλό αλλά δεν είναι. Όσο και εάν εκπλήσσει η Ευρώπη στον τομέα των τροφίμων ξαναγύρισε στις πρώτες μεταπολεμικές περιόδους. Δεν είναι πλέον αυτάρκης σε τρόφιμα, που κάποτε αποτελούσε στόχο των κρατών-μελών και μεγάλη είδηση, όταν η αυτάρκεια επιτυγχανόταν. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η Ελλάδα. Εάν εξαιρέσει κανείς το λάδι και λίγα φρούτα, όπως τα πορτοκάλια, τα υπόλοιπα παραγόμενα τρόφιμα δεν καλύπτουν τη ζήτηση. Τα τελευταία χρόνια η Κομισιόν, που παρακολουθεί την επάρκεια τροφίμων στις αγορές, όταν διαπιστώνει ελλείψεις δεν παίρνει μέτρα για αύξηση της παραγωγής, αλλά μειώνει τους δασμούς, για να αυξηθούν οι εισαγωγές. Μόλις στις αρχές Σεπτεμβρίου, εφάρμοσε το μηχανισμό αυτό για να εξασφαλίσει τον φετινό χειμώνα μήλα και τομάτες. Διπλασίασε τις αδασμολόγητες ποσότητες μέχρι την ενεργοποίηση του ανασταλτικού μηχανισμού. «Πάρτι» κάνουν στη Χιλή και τη Βόρεια Αφρική για την απόφαση της Επιτροπής να αυξήσει τις ποσότητες ενεργοποίησης των εισαγωγικών δασμών. Αντίστοιχοι μηχανισμοί ενεργοποιήθηκαν πριν από μήνες, για να αντιμετωπιστεί η πτώση παραγωγής στο χοιρινό κρέας, σε ορισμένα φρούτα, στα πουλερικά και βεβαίως στα σιτηρά. Ειδικά στα τελευταία, η Ε.Ε. αντιμετωπίζει μεγάλο πρόβλημα. Εάν η εξάρτηση από τη Ρωσία σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο είναι μεγάλη ο ρωσικός και ο ουκρανικός σιτοβολώνας κυριολεκτικά θρέφει τους Ευρωπαίους. Το «ψωμί ψωμάκι» θα πουν οι λαοί της γηραιάς ηπείρου, εάν ο Πούτιν αποφασίσει να μην στείλει ούτε σπυρί τον φετινό χειμώνα. Οι εισαγωγές από τον Καναδά δεν μπορεί να αντισταθμίσουν τη ζήτηση και η ευρωπαϊκή παραγωγή δεν φθάνει ούτε για δύο μήνες. Τραγικό παράδειγμα είναι η χώρα μας και ας νομίζουν όλοι ότι τρώνε ελληνικό ψωμί. Τα τελευταία 20 χρόνια η χώρα μας παράγει μόνο το 30% του σιταριού, που προορίζεται για ψωμί. «Το υπόλοιπο;», θα ρωτήσει κάποιος. Είναι φυσικά εισαγόμενο και όχι πάντα ευρωπαϊκής τουλάχιστον προέλευσης. Βεβαίως, τις εισαγωγές δεν τις κάνουν οι φούρνοι. Γίνονται από εμπορικές επιχειρήσεις δημητριακών και τα τελευταία χρόνια και από τους ίδιους τους μύλους και έτσι κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα. Το χειρότερο όμως δεν είναι να γεμίσουν οι αγορές με εισαγόμενα τρόφιμα. Αυτά τα βλέπεις και είτε τα επιλέγεις είτε όχι. Το χειρότερο είναι ότι οι πρώτες ύλες των βιομηχανιών τροφίμων είναι πλέον στην πλειονότητά τους εισαγόμενες από τρίτες χώρες. Από κάθε γωνιά της γης έρχονται είτε αποξηραμένα, είτε κατεψυγμένα τα προϊόντα που έχει ανάγκη η βιομηχανία τροφίμων. Γι' αυτό το λόγο και δεν έχει καταστεί δυνατό να αναγράφεται στην ετικέτα η προέλευση όλων των συστατικών που περιέχει ένα τυποποιημένο τρόφιμο. Τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα της «διατροφικής παρακμής» που βιώνει η Ευρώπη είναι η βιομηχανία ζάχαρης. Η παραγωγή τεύτλων, που είναι η ευρωπαϊκή απάντηση στα ζαχαροκάλαμα της λατινικής Αμερικής, αποφασίστηκε να μειωθεί δραστικά και τώρα τα ζαχαρουργεία ψάχνουν πρώτες ύλες για να λειτουργήσουν. Ομοίως η Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης αναζητά πρώτες ύλες για να λειτουργήσουν τα εργοστάσιά της και κυρίως να εξυπηρετηθούν τα συμβόλαια που έχει συνάψει με πελάτες του εξωτερικού. Εν κατακλείδι, όποιος έχει είτε συγγενείς ακόμη σε κάποιο χωριό, είτε ένα μικρό κήπο, θα θεωρείται τα επόμενα χρόνια προνομιούχος σε σχέση με εκείνους, που μπορούν μόνο να αγοράσουν τα τρόφιμα, που θα προσφέρουν στα παιδιά τους. |