Εκείνη την αυγή της 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν κίνησε ο Ιταλός πρέσβης, σαν όργανο του σκότους και πήγε στο σπίτι του τότε πρωθυπουργού της Ελλάδας Ιωάννη Μεταξά, για να ζητήσει από αυτόν «γην και ύδωρ», την παράδοση, δηλαδή, του Έθνους των Ελλήνων στους αυθέντες του, ακούστηκε περήφανη η απάντηση από το γηραιό πρωθυπουργό: «Όχι, δεν θα περάσετε», βγαλμένη από τα βάθη της Ελληνικής Ιστορίας. Και αυτήν την απάντηση την ενστερνίσθηκε ο Ελληνικός λαός και ξέχασε μεμιάς έριδες και διχοστασίες, που πάρα πολλές υπήρχαν, και ενωμένος ακολούθησε το προσκλητήριο της ηγεσίας του και όρμησε στα αιματόβρεκτα πεδία της τιμής, πιστός στις προσταγές της Ιστορίας του. Δεν λογάριασε τα οκτώ εκατομμύρια λόγχες του υπερόπτη Μουσολίνι, που τον απειλούσε, ούτε την υπεροπλία των αντιπάλων του, το καυτό σίδερο και τη φωτιά που σκορπούσαν τα αεροπλάνα τους, ούτε τα ατσαλένια κινητά τους φρούρια. Με απίθανο ηρωισμό έδωσε τη μάχη, υπέρ πίστεως και πατρίδος, αναχαίτισε τον εχθρό και τον κατεδίωκε από βουνοκορφή σε βουνοκορφή, πάνω στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου, από πόλη σε πόλη, στα μαρτυρικά χώματα της Β. Ηπείρου και έκανε ν' ανθίσει το χαμόγελο στα χείλη της παγωμένης από το φόβο Ευρώπης.
Το πάθος του αγωνιζόμενου για την ελευθερία του, Ελληνικού λαού, το 1940, καταύγασε και τα πρόσωπα του Κυπριακού Ελληνισμού. Αναθάρρησε η πονεμένη Ρωμιοσύνη, που «κανένας δεν ευρέθητζεν για να την ιξηλείψει». Οι Κύπριοι, συμμέτοχοι στους καημούς και στις ανατάσεις του Έθνους, σε κάθε περίοδο της Ιστορίας του, παρά τη δεινή τους θέση, έδωσαν και τώρα γενναία το «παρών», επιβεβαιώνοντας την Ελληνική τους ταυτότητα και αξιοπρέπεια.
Την περίμεναν αυτήν την ώρα οι Έλληνες της Κύπρου. Εννέα χρόνια πριν, είχαν επαναστατήσει ενάντια στον Άγγλο δυνάστη για ενσωμάτωση με τη Μάνα Ελλάδα και υπέστησαν μαρτύρια από την Παλμεροκρατία. Πληγώθηκε το Εθνικό τους φιλότιμο. Δεν μπορούσαν να ζουν χωρίς το δικαίωμα να υψώνουν την Ελληνική σημαία, χωρίς να διδάσκονται την προγονική τους Ελληνική Ιστορία. Περίμεναν και περίμεναν για εννέα χρόνια. Και μόλις έφθασε το μήνυμα του ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου 1940, τινάχθηκαν με δύναμη. Τα κρυμμένα, στα άδυτα των σπιτιών τους, Ελληνικά σύμβολα, κυμάτισαν περήφανα σε κάθε σπίτι, σε κάθε κτίριο της Μεγαλονήσου και οι δρόμοι αντιλάλησαν την κραυγή, την ιαχή της βέβαιης νίκης. Ύψωσαν ως τα μεσούρανα το όνομα της Ελλάδας που το είχε αποκλείσει η στυγνή βία και μάζεψαν χρυσάφι απ' το υστέρημά τους, προσφέροντάς το στο ταμείο του αγωνιζόμενου Έθνους. Χιλιάδες εθελοντές συγκεντρώθηκαν από το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 έξω από το Ελληνικό Προξενείο και την Αρχιεπισκοπή και ζητούσαν να στρατευθούν κάτω από τη Γαλανόλευκη και ν' αγωνιστούν για την Ελλάδα, για την ελευθερία.
Έστω, όμως, και ως τμήμα του Αγγλικού στρατού οι Κύπριοι, θα δώσουν όλες τους τις δυνάμεις, για να νικήσει η μάνα Ελλάδα, μαζί με τις άλλες συμμαχικές δυνάμεις, τον άξονα και για να ικανοποιηθούν, όπως τότε τους υπόσχονταν οι Άγγλοι, οι Εθνικές τους διεκδικήσεις.
Μάχονται με απαράμιλλο θάρρος οι Ελληνοκύπριοι στρατιώτες για τη σωτηρία και τη δικαίωση της Ελλάδας. Σκαπανείς του Κυπριακού Συντάγματος αναλαμβάνουν την κατασκευή αεροδρομίων και δρόμων στην Ελλάδα και για την προώθηση πολεμοφοδίων στις προκεχωρημένες θέσεις. Ποιος ξεχνά τους 3000 άντρες, που άλλοι θυσιάστηκαν και οι περισσότεροι αιχμαλωτίσθηκαν στη μάχη της Κρήτης, ή όσους, πριν, έπεσαν ηρωικά στα βουνά της Αλβανίας; Ποιος ξεχνά αυτούς που, μακριά απ' την πατρώα γη, βρίσκονται θαμμένοι στο στρατιωτικό κοιμητήριο Αθηνών, ή στο συμμαχικό κοιμητήριο Π. Φαλήρου, αφανείς ήρωες του χρέους;
Με θαυμασμό ατενίζουμε τώρα τις γυναίκες της Κύπρου. Δίδουν και αυτές το «παρών» τους σε υπεύθυνες θέσεις στα μετόπισθεν. Πολλές σαν εθελόντριες αδελφές, στέκονται με απαράμιλλη αυταπάρνηση πλάι στους ηρωικούς τραυματίες των μαχών και δίδουν το δικό τους αγώνα για τη νίκη.
Μα και όσων παρέμειναν στη Μεγαλόνησο, ζυγίζονται οι αφανείς πράξεις αυταπαρνήσεως. Όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, μικροί και μεγάλοι, θέλουν να συμβάλουν στον έρανο για τη Μάνα Ελλάδα. Γράφει ο τότε Τύπος: «Σ' ένα χωριό της Κερύνειας, ένας κωφάλαλος θέλει να συμβάλει και αυτός στον έρανο για την Ελλάδα. Τραβά μέσα από τις τσέπες του μια στερλίνα και την προσφέρει, αρθρώνοντας αυτό που μπορεί να πει: "Μάνα, Μάνα". Ένας ψαράς απ' την Αμμόχωστο, που με κόπο πολύ ψάρεψε 13 οκάδες ψάρι, το πουλά και δίδει με δάκρυα στα μάτια τα χρήματα για την Ελλάδα. Ένας γέροντας απ' τη Λευκωσία προσφέρει μια λίρα και 13 σελίνια, λέγοντας "Ό,τι έχω εγώ και ο γιος μου. Πάρτε και τους αρραβώνες της γυναίκας μου κι εμένα. Δεν έχουμε τίποτα άλλο να δώσουμε για την Ελλάδα μας, εκτός από τη διάπυρη ευχή να βγουν και πάλι νικηφόρα τα ελληνικά όπλα». Μια φτωχή γριούλα λύει το κομπόδεμά της, λέγοντας: «Πάρτε αυτό το δεκασέλινο για την ψυχή του γιου μου που σκοτώθηκε στον προηγούμενο πόλεμο. Λυπούμαι που δεν έχω άλλο γιο για να πολεμήσει κι αυτός για την Ελλάδα μας».
Η Κύπρος, από τα πανάρχαια χρόνια, ως τις μεγάλες εκείνες ώρες κι ως σήμερα, αναπνέει Ελλάδα. Ζει και επιβιώνει από την Ελλάδα. Δοκιμάζεται και μένει ορθή, γιατί είναι Ελλάδα. Τι κι αν ακόμη παραμένουν αδικαίωτοι οι Εθνικοί της πόθοι; Θα συνεχίσει με ελπίδα και δύναμη τον αγώνα του χρέους μέχρι τη δικαίωση. Για να επιτευχθεί τούτο χρειάζεται πίστη στο Θεό, ομόνοια και ενότητα, τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα, και διεκδικητική πολιτική. Με αυτές τις προϋποθέσεις, σύντομα, σε πείσμα όλων των εχθρών μας, θα επιτευχθούν οι στόχοι μας. Θα δρασκελίσουμε ελεύθεροι τον Τουρκοκατεχόμενο τώρα Πενταδάκτυλο. Θα επιστρέψουμε σ' ολόκληρη την κατεχόμενη τώρα γη μας, όχι σαν τουρίστες, και με εξευτελιστικούς όρους, ξένοι στη γη μας, αλλά περήφανοι και ελεύθεροι, δικαιούχοι, κύριοι τού είναι μας και θ' αναπετάσουμε στα σπίτια, στους ναούς μας, στους τόπους της θυσίας και στους τάφους των ηρώων μας, τη γαλανόλευκη, να κυματίζει εκεί, περήφανη για πάντα.
«Ναι, Ελληνική πατρίδα, άρματα αν σου λείπουν και κανόνια, σου περισσεύει η πίστη και η καρδιά. Τρεις χιλιάδες τώρα ένδοξα χρόνια, τη χρυσή σου αγιάζουν λευτεριά».
Χριστόδουλος Παχουλίδης Πηγή: Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ